Η στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής είναι μία συγγενής ανωμαλία, που πλέον γίνεται αντιληπτή από τον προγεννητικό έλεγχο στις υπερηχογραφικές μελέτες που γίνονται για το έμβρυο στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Ενίοτε υπάρχουν και περιστατικά όπου διαπιστώνεται σε μεγαλύτερη ηλικία όταν προκληθούν συμπτώματα σε συνθήκες αυξημένης ενυδάτωσης.
Το σημείο όπου ενώνεται ο ουρητήρας, η δομή που παροχετεύει τα ούρα από το νεφρό με τη νεφρική πύελο-την κοιλότητα που υποδέχεται τα ούρα αμέσως βγαίνοντας από το νεφρό έχει μία στενή περιοχή. Αυτό προκαλεί συμφόρηση στην έξοδο των ούρων από τη νεφρική πύελο και κατ’ επέκταση προοδευτική μείωση της λειτουργικότητας του νεφρού. Η στενωτική περιοχή συχνά οφείλεται σε έκτοπα αγγεία που αρδεύουν τα ακραία τμήματα του νεφρού και τα οποία πιέζουν την πυελοουρητηρική συμβολή εκ των έξω είτε σε τμήματα του τοιχώματος των οργάνων αυτών που δεν συσπόνται σωστά λόγω . Η διαγνωστική διαδικασία περιλαμβάνει μία αναλυτική απεικονιστική μελέτη όπως η αξονική τομογραφία με σκιαγραφικό και ένα δυναμικό σπινθηρογράφημα νεφρών για τον έλεγχο του βαθμού της απόφραξης και της ανατομίας της περιοχής και για τον έλεγχο υπάρχουν έκτοπα πολικά αγγεία στο νεφρό
Η θεραπεία είναι χειρουργική και περιλαμβάνει την εκτομή της στενωτικής περιοχής, την απελευθέρωση από τα αγγεία και την πλαστική αποκατάσταση της πυέλου και του ουρητήρα με μία ευρεία δίοδο που δεν παρεμποδίζει τη ροή των ούρων. Στο τέλος της επέμβασης τοποθετείται ένα ουρητηρικό stent που αφαιρείται κυστεοσκοπικά μετά από έξι περίπου εβδομάδες.
Η επέμβαση λέγεται πυελοπλαστική και εκτελείται ανοικτά, λαπαροσκοπικά η ρομποτικά. Όπου υπάρχει η δυνατότητα προτιμώνται οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές καθώς συμπεριλμβάνουν μικρότερες τομές, λιγότερο πόνο και ταχύτερη επιστροφή του ασθενούς στην καθημερινότητά του.