ΠΡΟΣΤΑΤΙΤΙΔΑ

Η κυστίτιδα στον άνδρα βιώνεται κατά κανόνα πιο έντονα από τη γυναίκα. Παραμένει και σπανιότερη όπως και όλες οι ουρολοιμώξεις άλλωστε στον άνδρα συγκριτικά με τη γυναίκα. Σε αρκετές περιπτώσεις όταν υπάρχει φλεγμονή της ουροδόχου κύστης υπάρχει και φλεγμονή στον προστάτη οπότε μιλάμε για μία κυστεοπροστατίδα που χάριν συντομίας αναφέρεται ως προστατίτιδα σκέτο. Υπάρχει η αντίληψη ότι όταν εμπλέκεται ο προστάτης συχνά εμφανίζεται και εμπύρετο που σε σχέση με την απλή κυστίτιδα είναι ειδοποιός διαφορά για τη βαρύτητα της λοίμωξης.

Η οξεία προστατίτιδα είναι μία λοίμωξη που ο ασθενής θα την αντιληφθεί άμεσα από τα έντονα συμπτώματα, πυρετός, δυσκολία στην ούρηση, συχνότητα στην ούρηση με αδυναμία ‘ικανοποίησης’ μετά την ούρηση, ενίοτε και αίμα στην ούρηση. Η οξεία προστατίτιδα μπορεί να προκαλέσει έως και πλήρη αδυναμία στην ούρηση όταν η φλεγμονή στον προστάτη προκαλέσει οίδημα που δεν επιτρέπει την ανεμπόδιστη ροή των ούρων από την ουροδόχο κύστη.

Το φαινόμενο μίας προστατίτιδας από μόνο της δημιουργεί ερωτηματικά για ποιο λόγο συνέβη και ως εκ τούτου απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Ακτινολογικός και ενδοσκοπικός έλεγχος της ουρήρθρας και της ουροδόχου κύστεως μπορεί να απαντήσει κάποια ερωτήματα για τη γενεσιουργό της αιτία.

Ο όρος χρόνια προστατίδα περιγράφει μία διαφορετική νόσο που περιλαμβάνει περισσότερες από μία καταστάσεις με διαφορετική αιτία η καθεμία. Διαχωρίζεται σε χρόνια βακτηριακή και μη βακτηριακή προστατίτιδα. Στα πλαίσια της χρόνιας μη βακτηριακής προστατίτιδας εμπίπτουν και περιπτώσεις χρόνιου πυελικού άλγους που η αντιμετώπιση τους δεν είναι της αρμοδιότητας του ουρολόγου αποκλειστικά. Τα συμπτώματα μίας χρόνιας προστατίτιδας μπορεί να είναι πόνο στο περίνεο, αυξημένη συχνότητα και δυσκολία στην ούρηση, μειωμένη ροή και όπως και στην περίπτωση  της οξείας προστατίτιδας χωρίς όμως πυρετό. Συνήθως τα συμπτώματα αυτά υποτροπιάζουν και ο ασθενής τα βιώνει ανά διαστήματα. Η χρόνια ποροστατίτιδα δεν είναι ένα κεφάλαιο που μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια μιας ενημερωτικής σελίδας και απαιτεί ένα διαγνωστικό αλγόριθμο για να αποκλειστούν άλλες καταστάσεις.