Η κυστεοουρητρηρική παλινδρόμηση είναι μία πάθηση που παρατηρείται σε παιδιά. Φυσιολογικά ανάμεσα στην ουροδόχο κύστη και τον ουρητήρα που είναι η δομή που παροχετεύει τα ούρα από τον κάθε νεφρό, υπάρχει ένας ανατομικός και λειτουργικό μηχανισμός που δεν επιτρέπει την παλινδρόμηση ούρων στον ουρητήρα όταν γεμίζει η ουροδόχος κύστη. Στους ασθενείς με κυστεοουρητρηρική παλινδρόμηση αυτός ο μηχανισμός βαλβίδας δεν επαρκεί με αποτέλεσμα την επιστροφή ούρων στον ουρητήρα και ενίοτε στο νεφρό, ανάλογα με τη βαρύτητα της παλινδρόμησης.
Η εμφάνιση της πάθησης στην παιδική συνήθως η ηλικία γίνεται με υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, οι οποίες ενίοτε μπορεί να προκαλέσουν πυρετό, ουλές στο νεφρό και αλλαγές στην ανατομία του νεφρού με διάταση των αποχετευτικών συστημάτων.
Ανάλογα με τη βαρύτητα της παλινδρόμησης μπορεί να συσταθεί είτε συντηρητική αντιμετώπιση με χημειοπροφύλαξη αντιβιοτικής αγωγής είτε κάποιας μορφής χειρουργική επέμβαση. Η χημειοπροφύλαξη είναι μία μικρή δόση αντιβιοτικής αγωγής που δίνεται καθημερινά ώστε να διαφυλαχθεί η στείρα κατάσταση των ούρων και συνήθως διατηρείται μέχρι τα πέντε χρόνια της ζωής όπου αναδιαμορφώνεται το ανώτερο αποχετευτικό σύστημα του νεφρού και μειώνεται η πιθανότητα λοιμώξεων. Η χειρουργική επέμβαση επίσης εξαρτάται από τη βαρύτητα της παλινδρόμησης και μπορεί να είναι είτε ενδοσκοπική με έγχυση παραγόντων που ενισχύουν το φυσιολογικό βαλβιδικό μηχανισμό μεταξύ ουρητήρα και ουροδόχου κύστης, είτε ανοικτή-λαπαροσκοπική ή ρομποτική νέο-εμφύτευση του ουρητήρα στην ουροδόχο κύστη και πλαστική του διατεταμένου οργάνου. Με περιπτώσεις κυστεουρητηρικής παλινδρόμησης ενασχολούνται συνήθως οι εξειδικευμένοι παιδοουρολόγοι.