Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης στην πλειονότητα των περιπτώσεων σχετίζεται με το κάπνισμα και την έκθεση σε αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Στην πιο συχνή ιστολογική του μορφή είναι νόσος του ουροθηλίου, του επενδυτικού υλικού ολοκλήρου του αποχετευτικού συστήματος των νεφρών, των ουρητήρων και της ουροδόχου κύστης και ως εκ τούτου οφείλει να πυροδοτεί έναν έλεγχο για ολόκληρη την έκταση αυτού από το ανώτερο έως το κατώτερο ουροποιητικό.

Η ανακάλυψη ενός όγκου της κύστης περιλαμβάνει πριν από οποιαδήποτε επεμβατική διαδικασία την κυτταρολογική εξέταση των ούρων και την αξονική τομογραφία κοιλίας με ενδοφλέβιο ιωδιούχο σκιαγραφικό και καθυστερημένες λήψεις.

Στην αντιμετώπισή του όγκου πρώτα γίνεται διουρηθρική εκτομή -μέσα από την ουρήθρα- αυτού υπό γενική ή ραχιαία αναισθησία. Είναι σημαντικό να ληφθούν βιοψίες από τη βάση του όγκου για να διαπιστωθεί εάν έχει ρίζες στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης.

Εάν οι όγκοι δεν έχουν ρίζες, είναι δηλαδή όπως λέγεται μη μυο-διηθητικοί η αντιμετώπιση που συστήνεται καθορίζεται από τα χαρακτηριστικά του όγκου και μπορεί να κυμαίνεται από απλή παρακολούθηση με κυστεοσκοπήσεις ανά διαστήματα, μέχρι ενδοκυστικές εγχύσεις. Οι ενδοκυστικές εγχύσεις είναι ουσίες είτε με χημειοθεραπευτικές ιδιότητες (π.χ. επιρουβικίνη) είτε ουσίες με ανοσοθεραπευτική δράση (BCG) και μειώνουν την πιθανότητα επανεμφάνισης ενός όγκου μετά την αρχική αντιμετώπιση και πιθανώς και την πιθανότητα εξέλιξης του όγκου σε κάτι πιο επιθετικό.

Εάν ο όγκος είναι μυο-διηθητικός ή αλλιώς εάν έχει ρίζες μέσα στο μυϊκό τοίχωμα της ουροδόχου κύστης, τότε η αντιμετώπιση οφείλει να είναι πιο επιθετική με αφαίρεση ολόκληρου του οργάνου και εκτροπή των ούρων από τους ουρητήρες σε ένα σακουλάκι στο δέρμα, ή σε μια νεοσχηματιζόμενη κοιλότητα από αυλό λεπτού εντέρου που αποσωληνοποιείται για να σχηματίσει αυτή τη δομή υποδοχής των ούρων. Οι επεμβάσεις αυτές είναι μείζονες, οφείλουν να γίνονται σε κέντρα με μεγάλη εμπειρία καθώς ενέχουν ένα μεγάλο ποσοστό σοβαρών άμεσων και απώτερων μετεγχειρητικών επιπλοκών.